Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχημάτιον
σχημάτισις
σχηματισμός
σχηματιστέον
σχηματογραφέω
σχηματογραφία
σχηματόδεσμος
σχηματοθήκη
σχηματοποιέω
σχηματοποιία
σχηματότης
σχηματουργέομαι
σχηματουργία
σχῆσις
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχιδανόπους
σχίδαξ
σχίδιον
σχίδος
σχίζα
View word page
σχηματότης
σχημᾰτότης, ητος, , late form for σχῆμα, Gal. 19.473 , 475 , Herm. ap. Stob. 1.4.8 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχηματότης
Headword (normalized):
σχηματότης
Headword (normalized/stripped):
σχηματοτης
IDX:
101856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101857
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχημᾰτότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, late form for <span class="foreign greek">σχῆμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.473 </span>,<span class="bibl"> 475 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herm.</span> </span> ap.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.4.8 </span>.</div><br><br>'}