Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχῆμα
σχηματιαῖος
σχηματίζω
σχηματικός
σχημάτιον
σχημάτισις
σχηματισμός
σχηματιστέον
σχηματογραφέω
σχηματογραφία
σχηματόδεσμος
σχηματοθήκη
σχηματοποιέω
σχηματοποιία
σχηματότης
σχηματουργέομαι
σχηματουργία
σχῆσις
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχιδανόπους
View word page
σχηματόδεσμος
σχημᾰτό-δεσμος, , a kind of
A). bandage, Orib. 45.18.5 .


ShortDef

bandage

Debugging

Headword:
σχηματόδεσμος
Headword (normalized):
σχηματόδεσμος
Headword (normalized/stripped):
σχηματοδεσμος
IDX:
101852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101853
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχημᾰτό-δεσμος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a kind of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bandage</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:45:18:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:45:18:5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> 45.18.5 </a>.</div> </div><br><br>'}