Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχές
σχέσις
σχετέος
σχετήριον
σχετικός
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχετλιαστικός
σχετλιοποιός
σχέτλιος
σχέτο
σχῆμα
σχηματιαῖος
σχηματίζω
σχηματικός
σχημάτιον
σχημάτισις
σχηματισμός
σχηματιστέον
σχηματογραφέω
σχηματογραφία
View word page
σχέτο
σχέτο,
A). v. ἔχω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχέτο
Headword (normalized):
σχέτο
Headword (normalized/stripped):
σχετο
IDX:
101841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101842
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχέτο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἔχω</span> .</div> </div><br><br>'}