σχετικός
σχετ-ικός, ή, όν,
A). of or for holding firm, retentive, τινος , 2.428d 725b : abs., ib. 952b ; stable, permanent, ς. τυπώσεις Stoic. 2.229 .
III). depending on a σχέσις 1.1 , temporary, πυρετός, opp. ἑκτικός, . Adv. 10.533 -κῶς as the result of precarious conditions, opp. ἀπὸ ἕξεως καὶ διαθέσεως, , cf. 1.129 . 1.43