Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχελίς
σχελυνάζει
σχένδυλα
σκενδύλη2
σχενδυλόληπτοι
σχέο
σχεράς
σχέραφος
Σχερία
σχερός
σχές
σχέσις
σχετέος
σχετήριον
σχετικός
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχετλιαστικός
σχετλιοποιός
σχέτλιος
σχέτο
View word page
σχές
σχές, σχέσθαι,
A). v. ἔχω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχές
Headword (normalized):
σχές
Headword (normalized/stripped):
σχες
IDX:
101831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101832
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχές</span>, <span class="orth greek">σχέσθαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἔχω</span> .</div> </div><br><br>'}