σχερός
σχερός, ὁ, found only in dat., ἐν σχερῷ
A). in a line, one after another, uninterruptedly, successively, N. 1.69 , 11.39 , I. 6(5).22 : written ἐνσχερώ in ; cf. 1.912 ἐπισχερώ, ἰσχερώ (perh. for ἰν σχερῷ).
II). σχερός· ἀκτή, αἰγιαλός, , cf. Can. 12 : also σχερόν, = κῦμα ἑτοῖμον , Amerias ap.