Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχεδρός
σχέδυνος
σχέθω
σχεῖται
σχέλινος
σχελίς
σχελυνάζει
σχένδυλα
σκενδύλη2
σχενδυλόληπτοι
σχέο
σχεράς
σχέραφος
Σχερία
σχερός
σχές
σχέσις
σχετέος
σχετήριον
σχετικός
σχετλιάζω
View word page
σχέο
σχέο,
A). v. ἔχω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχέο
Headword (normalized):
σχέο
Headword (normalized/stripped):
σχεο
IDX:
101826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101827
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχέο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἔχω</span> .</div> </div><br><br>'}