Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχεδουργός
σχεδρός
σχέδυνος
σχέθω
σχεῖται
σχέλινος
σχελίς
σχελυνάζει
σχένδυλα
σκενδύλη2
σχενδυλόληπτοι
σχέο
σχεράς
σχέραφος
Σχερία
σχερός
σχές
σχέσις
σχετέος
σχετήριον
σχετικός
View word page
σχενδυλόληπτοι
σχενδυλόληπτοι· ἐσχενδυλῆσθαι ἔλεγον τοὺς ἐν τοῦς ταύροις (sic) ἀπὸ τοῦ χαλκευτικοῦ ὀργάνου, ὃ σχενδύλη λέγεται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχενδυλόληπτοι
Headword (normalized):
σχενδυλόληπτοι
Headword (normalized/stripped):
σχενδυλοληπτοι
IDX:
101825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101826
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχενδυλόληπτοι·</span> <span class="foreign greek">ἐσχενδυλῆσθαι ἔλεγον τοὺς ἐν τοῦς ταύροις</span> (sic) <span class="foreign greek">ἀπὸ τοῦ χαλκευτικοῦ ὀργάνου, ὃ σχενδύλη λέγεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}