Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σχεδισμός
σχεδογραφία
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέδος
σχεδουργός
σχεδρός
σχέδυνος
σχέθω
σχεῖται
σχέλινος
σχελίς
σχελυνάζει
σχένδυλα
σκενδύλη2
σχενδυλόληπτοι
σχέο
σχεράς
σχέραφος
Σχερία
σχερός
View word page
σχέλινος
σχέλινος·
ἀγρία κυπάρισσος, οἱ δὲ ἄρκευθος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σχέλινος
Headword (normalized):
σχέλινος
Headword (normalized/stripped):
σχελινος
IDX:
101820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101821
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχέλινος·</span> <span class="foreign greek">ἀγρία κυπάρισσος, οἱ δὲ ἄρκευθος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}