Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχεδιουργός
σχεδισμός
σχεδογραφία
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέδος
σχεδουργός
σχεδρός
σχέδυνος
σχέθω
σχεῖται
σχέλινος
σχελίς
σχελυνάζει
σχένδυλα
σκενδύλη2
σχενδυλόληπτοι
σχέο
σχεράς
σχέραφος
Σχερία
View word page
σχεῖται
σχεῖται· ἐμεῖ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχεῖται
Headword (normalized):
σχεῖται
Headword (normalized/stripped):
σχειται
IDX:
101819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101820
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχεῖται·</span> <span class="foreign greek">ἐμεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}