Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχεδίην
σχεδικός
σχέδιος
σχεδιουργός
σχεδισμός
σχεδογραφία
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέδος
σχεδουργός
σχεδρός
σχέδυνος
σχέθω
σχεῖται
σχέλινος
σχελίς
σχελυνάζει
σχένδυλα
σκενδύλη2
σχενδυλόληπτοι
σχέο
View word page
σχεδρός
σχεδρός· τλήμων, καρτερικός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχεδρός
Headword (normalized):
σχεδρός
Headword (normalized/stripped):
σχεδρος
IDX:
101816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101817
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχεδρός·</span> <span class="foreign greek">τλήμων, καρτερικός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}