Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχεδάριον
σχεδεκδότης
σχέδη
σχέδην
σχεδία
σχεδιάζω
σχεδιακῶς
σχεδιάς
σχεδίασμα
σχεδιασμός
σχεδιαστικῶς
σχεδίην
σχεδικός
σχέδιος
σχεδιουργός
σχεδισμός
σχεδογραφία
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέδος
σχεδουργός
View word page
σχεδιαστικῶς
σχεδιας-τικῶς, Adv.
A). off-hand, hastily, Id. 836.38 .


ShortDef

off-hand, hastily

Debugging

Headword:
σχεδιαστικῶς
Headword (normalized):
σχεδιαστικῶς
Headword (normalized/stripped):
σχεδιαστικως
IDX:
101805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101806
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχεδιας-τικῶς</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">off-hand, hastily</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:836:38" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:836.38/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 836.38 </a>.</div> </div><br><br>'}