Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχαστηρία
σχαστήριον
σχάστης
σχαῦδαι
σχεδάριον
σχεδεκδότης
σχέδη
σχέδην
σχεδία
σχεδιάζω
σχεδιακῶς
σχεδιάς
σχεδίασμα
σχεδιασμός
σχεδιαστικῶς
σχεδίην
σχεδικός
σχέδιος
σχεδιουργός
σχεδισμός
σχεδογραφία
View word page
σχεδιακῶς
σχεδιακῶς,
A). v. σχεδικός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχεδιακῶς
Headword (normalized):
σχεδιακῶς
Headword (normalized/stripped):
σχεδιακως
IDX:
101801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101802
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχεδιακῶς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σχεδικός</span> .</div> </div><br><br>'}