Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχάρα
σχάς
σχάσις
σχάσμα
σχαστήρ
σχαστηρία
σχαστήριον
σχάστης
σχαῦδαι
σχεδάριον
σχεδεκδότης
σχέδη
σχέδην
σχεδία
σχεδιάζω
σχεδιακῶς
σχεδιάς
σχεδίασμα
σχεδιασμός
σχεδιαστικῶς
σχεδίην
View word page
σχεδεκδότης
σχεδ-εκδότης, ου, ,
A). editor, dub. cj. in Lex. de Spir. p.197 V.(σχεδεκτοτῶν codd.).


ShortDef

editor

Debugging

Headword:
σχεδεκδότης
Headword (normalized):
σχεδεκδότης
Headword (normalized/stripped):
σχεδεκδοτης
IDX:
101796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101797
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχεδ-εκδότης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">editor</span>, dub. cj. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex. de Spir.</span> p.197 </span> V.(<span class="foreign greek">σχεδεκτοτῶν</span> codd.).</div> </div><br><br>'}