Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχαλίζω
σχαλίς
σχάρα
σχάς
σχάσις
σχάσμα
σχαστήρ
σχαστηρία
σχαστήριον
σχάστης
σχαῦδαι
σχεδάριον
σχεδεκδότης
σχέδη
σχέδην
σχεδία
σχεδιάζω
σχεδιακῶς
σχεδιάς
σχεδίασμα
σχεδιασμός
View word page
σχαῦδαι
σχαῦδαι· ἰσχνόφωνοι, Hsch. σχάω,
A). v. σχάζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχαῦδαι
Headword (normalized):
σχαῦδαι
Headword (normalized/stripped):
σχαυδαι
IDX:
101794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101795
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχαῦδαι·</span> <span class="foreign greek">ἰσχνόφωνοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σχάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σχάζω</span> .</div> </div><br><br>'}