Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντιμεταρρέω
ἀντιμετασπάω
ἀντιμετάστασις
ἀντιμετάταξις
ἀντιμετατάσσω
ἀντιμετατίθεμαι
ἀντιμεταχωρέω
ἀντιμεταχώρησις
ἀντιμετειλέομαι
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετεράω
ἀντιμετέχω
ἀντιμετρέω
ἀντιμέτρησις
ἀντιμέτωπος
ἀντίμηνα
ἀντιμηνίω
ἀντιμηνύω
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμηχάνημα
ἀντιμιμέομαι
View word page
ἀντιμετεράω
ἀντιμετ-εράω,
A). v. ἀντιμεταρρέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντιμετεράω
Headword (normalized):
ἀντιμετεράω
Headword (normalized/stripped):
αντιμετεραω
IDX:
10173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10174
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιμετ-εράω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀντιμεταρρέω.</span> </div> </div><br><br>'}