σφραγισμός
σφρᾱγ-ισμός, ὁ,
A). sealing, (ii B.C.); 2.41.13 μόσχου Wilcken Chr. 88.7 (iii A.D.); πιττακίου OGI 674.22 (Coptos, i A.D.).
2). seal, ἀκολούθως τῷ ἐπισταλέντι ἐπὶ σφραγισμῶν χρηματισμῷ Mitteis Chr. 217.7 (ii A.D.).