Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σφίγκτης
σφιγκτός
σφίγκτωρ
σφίγμα
Σφίγξ
σφίγξις
σφίδες
σφικάω
σφιν
σφοδελός
σφοδελοφόρους
σφόδρᾰ
σφοδρόομαι
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφονδύλη
σφονδύλιον
σφονδυλίς
σφονδυλίων
σφονδυλοδίνητος
View word page
σφοδελοφόρους
σφοδελοφόρους· τοὺς μετοίκους, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σφοδελοφόρους
Headword (normalized):
σφοδελοφόρους
Headword (normalized/stripped):
σφοδελοφορους
IDX:
101701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101702
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σφοδελοφόρους·</span> <span class="foreign greek">τοὺς μετοίκους</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}