Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντιμετάθεσις
ἀντιμετακλίνω
ἀντιμεταλαμβάνω
ἀντιμεταληπτέον
ἀντιμετάληψις
ἀντιμεταλλακτέον
ἀντιμεταλλεύω
ἀντιμεταρρέω
ἀντιμετασπάω
ἀντιμετάστασις
ἀντιμετάταξις
ἀντιμετατάσσω
ἀντιμετατίθεμαι
ἀντιμεταχωρέω
ἀντιμεταχώρησις
ἀντιμετειλέομαι
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετεράω
ἀντιμετέχω
ἀντιμετρέω
ἀντιμέτρησις
View word page
ἀντιμετάταξις
ἀντιμετά-ταξις
,
εως
,
ἡ
,
A).
interchange of gender,
D.H.
Amm.
2.10
.
ShortDef
interchange of gender
Debugging
Headword:
ἀντιμετάταξις
Headword (normalized):
ἀντιμετάταξις
Headword (normalized/stripped):
αντιμεταταξις
IDX:
10166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10167
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιμετά-ταξις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">interchange of gender,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Amm.</span> 2.10 </span>.</div> </div><br><br>'}