Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντιμεταβάλλω
ἀντιμετάβασις
ἀντιμεταβατικός
ἀντιμεταβολή
ἀντιμετάγω
ἀντιμεταγωγή
ἀντιμετάδοσις
ἀντιμετάθεσις
ἀντιμετακλίνω
ἀντιμεταλαμβάνω
ἀντιμεταληπτέον
ἀντιμετάληψις
ἀντιμεταλλακτέον
ἀντιμεταλλεύω
ἀντιμεταρρέω
ἀντιμετασπάω
ἀντιμετάστασις
ἀντιμετάταξις
ἀντιμετατάσσω
ἀντιμετατίθεμαι
ἀντιμεταχωρέω
View word page
ἀντιμεταληπτέον
ἀντιμετα-ληπτέον
,
A).
one must use instead, substitute,
λέξεις ἀντὶ λέξεων
Phld.
Rh.
1.159S.
ShortDef
one must use instead, substitute
Debugging
Headword:
ἀντιμεταληπτέον
Headword (normalized):
ἀντιμεταληπτέον
Headword (normalized/stripped):
αντιμεταληπτεον
IDX:
10159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10160
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιμετα-ληπτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must use instead, substitute,</span> <span class="quote greek">λέξεις ἀντὶ λέξεων</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 1.159S. </span> </div> </div><br><br>'}