Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντιμερίτης
ἀντιμεσουρανέω
ἀντιμεσουράνημα
ἀντιμεσουράνησις
ἀντιμεταβαίνω
ἀντιμεταβάλλω
ἀντιμετάβασις
ἀντιμεταβατικός
ἀντιμεταβολή
ἀντιμετάγω
ἀντιμεταγωγή
ἀντιμετάδοσις
ἀντιμετάθεσις
ἀντιμετακλίνω
ἀντιμεταλαμβάνω
ἀντιμεταληπτέον
ἀντιμετάληψις
ἀντιμεταλλακτέον
ἀντιμεταλλεύω
ἀντιμεταρρέω
ἀντιμετασπάω
View word page
ἀντιμεταγωγή
ἀντιμετ-ᾰγωγή, ,
A). counterextension, τοῦ σώματος ib. 9.3 .


ShortDef

counterextension

Debugging

Headword:
ἀντιμεταγωγή
Headword (normalized):
ἀντιμεταγωγή
Headword (normalized/stripped):
αντιμεταγωγη
IDX:
10154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10155
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιμετ-ᾰγωγή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">counterextension,</span> <span class="foreign greek">τοῦ σώματος</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:9:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:9.3/canonical-url/"> 9.3 </a>.</div> </div><br><br>'}