Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συφόρβιον
συφορβός
συφός
συχνάζω
συχνάκις
σύχνασμα
συχνεών
συχνός
συχνοσύνθετος
συψειρικόν
συψέλιον
συώδης
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφαγίδιον
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
View word page
συψέλιον
συψέλιον,
A). v. συμψ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συψέλιον
Headword (normalized):
συψέλιον
Headword (normalized/stripped):
συψελιον
IDX:
101532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101533
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συψέλιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συμψ-</span> .</div> </div><br><br>'}