Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμερίτης
ἀντιμεσουρανέω
ἀντιμεσουράνημα
ἀντιμεσουράνησις
ἀντιμεταβαίνω
ἀντιμεταβάλλω
ἀντιμετάβασις
ἀντιμεταβατικός
ἀντιμεταβολή
ἀντιμετάγω
ἀντιμεταγωγή
ἀντιμετάδοσις
ἀντιμετάθεσις
ἀντιμετακλίνω
ἀντιμεταλαμβάνω
ἀντιμεταληπτέον
ἀντιμετάληψις
ἀντιμεταλλακτέον
View word page
ἀντιμεταβατικός
ἀντιμετα-βᾰτικός, , όν,
A). resilient, Sor. 2.31 .


ShortDef

resilient

Debugging

Headword:
ἀντιμεταβατικός
Headword (normalized):
ἀντιμεταβατικός
Headword (normalized/stripped):
αντιμεταβατικος
IDX:
10151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10152
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιμετα-βᾰτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">resilient,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:2:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:2.31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 2.31 </a>.</div> </div><br><br>'}