Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συσφραγίζω
σύσχεσις
συσχετήριον
συσχηματίζω
συσχημάτισις
συσχηματισμός
συσχίζω
συσχολάζω
συσχολαστής
σύτο
σύφαξ
σῦφαρ
συφεός
συφεών
συφορβέω
συφόρβιον
συφορβός
συφός
συχνάζω
συχνάκις
σύχνασμα
View word page
σύφαξ
σύφαξ
,
ὁ
,
A).
=
γλεῦκος
1
,
Hsch.
: hence
συφακίζω
, =
ὀπωρίζω
, Id.
ShortDef
Syphax
Debugging
Headword:
σύφαξ
Headword (normalized):
σύφαξ
Headword (normalized/stripped):
συφαξ
IDX:
101517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101518
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύφαξ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γλεῦκος</span> <span class="bibl"> 1 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: hence <span class="orth greek">συφακίζω</span>, = <span class="ref greek">ὀπωρίζω</span> , Id.</div> </div><br><br>'}