Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύσφιγμα
συσφραγίζω
σύσχεσις
συσχετήριον
συσχηματίζω
συσχημάτισις
συσχηματισμός
συσχίζω
συσχολάζω
συσχολαστής
σύτο
σύφαξ
σῦφαρ
συφεός
συφεών
συφορβέω
συφόρβιον
συφορβός
συφός
συχνάζω
συχνάκις
View word page
σύτο
σύτο,
A). v. σεύω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύτο
Headword (normalized):
σύτο
Headword (normalized/stripped):
συτο
IDX:
101516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101517
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύτο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σεύω</span> .</div> </div><br><br>'}