Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντιμελίζω
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμερίτης
ἀντιμεσουρανέω
ἀντιμεσουράνημα
ἀντιμεσουράνησις
ἀντιμεταβαίνω
ἀντιμεταβάλλω
ἀντιμετάβασις
ἀντιμεταβατικός
ἀντιμεταβολή
ἀντιμετάγω
ἀντιμεταγωγή
ἀντιμετάδοσις
ἀντιμετάθεσις
ἀντιμετακλίνω
ἀντιμεταλαμβάνω
ἀντιμεταληπτέον
ἀντιμετάληψις
View word page
ἀντιμετάβασις
ἀντιμετά-βᾰσις, εως, ,
A). rowing up-stream, πρὸς τὸ ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ Plu. 2.319c .


ShortDef

rowing up-stream

Debugging

Headword:
ἀντιμετάβασις
Headword (normalized):
ἀντιμετάβασις
Headword (normalized/stripped):
αντιμεταβασις
IDX:
10150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10151
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιμετά-βᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rowing up-stream,</span> <span class="quote greek">πρὸς τὸ ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.319c </span> .</div> </div><br><br>'}