συσφραγίζω
συσφρᾱγίζω,
A). seal jointly with others, εἰς τὸ προστῆναι τοῖς δημοσίοις θησαυροῖς καὶ συνσφραγίζειν PRyl. 90.9 , 44 (iii A.D.); συνμαρτυρῶ καὶ συσφραγιῶ (a document) BGU 86.40 (ii A.D.):— Med., join in sealing and signing, τὰς ὁμολογίας OGI 229.86 (Smyrna, iii B.C., συνς-), cf. PHib. 1.29.35 (iii B.C., συνς-).
II). Med., enclose under the same seal, BGU 1204.3 (i B.C.):— Pass., τὴν συνεσφραγισμένην ἐπιστολήν PTeb. 712.18 (ii B.C.); ἀντίγραφον συνεσφράγισται UPZ 108.6 (ii B.C.), Sammelb. 6236.7 (i B.C.), cf. OGI 629.153 (Palmyra, ii A.D.).