Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συστρώννυμι
συστυγνάζω
σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
συσφηκόω
συσφίγγω
συσφιγκτήρ
σύσφιγκτος
σύσφιγμα
συσφραγίζω
σύσχεσις
συσχετήριον
συσχηματίζω
συσχημάτισις
συσχηματισμός
συσχίζω
συσχολάζω
View word page
συσφιγκτήρ
συσφιγκ-τήρ
,
ῆρος
,
ὁ
,
A).
=
σφιγκτήρ
111
,
Sm.
Ps.
44(45).14
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συσφιγκτήρ
Headword (normalized):
συσφιγκτήρ
Headword (normalized/stripped):
συσφιγκτηρ
IDX:
101504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101505
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσφιγκ-τήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σφιγκτήρ</span> <span class="bibl"> 111 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 44(45).14 </span>.</div> </div><br><br>'}