Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συστρέφω
συστροβιλέω
συστρογγύλλω
συστροφή
συστροφία
συστροφόομαι
συστρόφως
σύστρωμα
συστρώννυμι
συστυγνάζω
σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
συσφηκόω
συσφίγγω
συσφιγκτήρ
σύσφιγκτος
σύσφιγμα
View word page
σύστυλος
σύστῡλος, ον,
A). with columns standing close, Vitr. 3.3.1 .


ShortDef

with columns standing close

Debugging

Headword:
σύστυλος
Headword (normalized):
σύστυλος
Headword (normalized/stripped):
συστυλος
IDX:
101496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101497
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύστῡλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with columns standing close</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vitr.</span> 3.3.1 </span>.</div> </div><br><br>'}