συστρώννυμι
συστρώννῡμι,
A). pave, συνστρώσει τὸ ἔδαφος λίθοις, πίναξιν ἅπαν τὸ χωρίον, IG 22.1668.61 , 72 , prob. l. in 7.4255.24 (Oropus); συνστρώσας σχοινίοις PPetr. 3p.121 (iii B.C.).
II). spread out together, συνέστρωσε πάντα Aristeas 183 :— Pass., ἐς ὁμαλότητα ἅπαντα συνέστρωντο VS p.501 ; cf. συστορνύω.