Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρεμμάτιον
συστρεπτέον
συστρεπτικός
συστρέφω
συστροβιλέω
συστρογγύλλω
συστροφή
συστροφία
συστροφόομαι
συστρόφως
σύστρωμα
συστρώννυμι
συστυγνάζω
σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
View word page
συστροφόομαι
συστροφ-όομαι, Pass.,
A). to become dizzy, Hsch. s.v. ἰλιγγιᾶν .


ShortDef

to become dizzy

Debugging

Headword:
συστροφόομαι
Headword (normalized):
συστροφόομαι
Headword (normalized/stripped):
συστροφοομαι
IDX:
101491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101492
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συστροφ-όομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to become dizzy</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἰλιγγιᾶν</span> .</div> </div><br><br>'}