Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμελίζω
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμερίτης
ἀντιμεσουρανέω
ἀντιμεσουράνημα
ἀντιμεσουράνησις
ἀντιμεταβαίνω
ἀντιμεταβάλλω
ἀντιμετάβασις
ἀντιμεταβατικός
ἀντιμεταβολή
ἀντιμετάγω
ἀντιμεταγωγή
ἀντιμετάδοσις
ἀντιμετάθεσις
ἀντιμετακλίνω
ἀντιμεταλαμβάνω
View word page
ἀντιμεταβαίνω
ἀντιμετα-βαίνω,
A). passover in turn, ἐπί τι Alex.Trall. 5.6 .


ShortDef

passover in turn

Debugging

Headword:
ἀντιμεταβαίνω
Headword (normalized):
ἀντιμεταβαίνω
Headword (normalized/stripped):
αντιμεταβαινω
IDX:
10148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10149
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιμετα-βαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">passover in turn,</span> <span class="quote greek">ἐπί τι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:5:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:5.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Trall.</span> 5.6 </a> .</div> </div><br><br>'}