Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστοναχέω
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατάομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρεμμάτιον
συστρεπτέον
συστρεπτικός
View word page
συστρατάομαι
συστρᾰτ-άομαι,
A). = συστρατεύω , Ep. impf. -όωντο Nonn. D. 17.138 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συστρατάομαι
Headword (normalized):
συστρατάομαι
Headword (normalized/stripped):
συστραταομαι
IDX:
101475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101476
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συστρᾰτ-άομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συστρατεύω</span> , Ep. impf. <span class="quote greek">-όωντο</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:17:138" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:17.138/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nonn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">D.</span> 17.138 </a> .</div> </div><br><br>'}