Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστοναχέω
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατάομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρεμμάτιον
συστρεπτέον
View word page
συστοχάζομαι
συστοχάζομαι,
A). aim at together, τοῦ κατ’ ἀξίαν M.Ant. 3.11 .


ShortDef

aim at together

Debugging

Headword:
συστοχάζομαι
Headword (normalized):
συστοχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συστοχαζομαι
IDX:
101474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101475
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συστοχάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">aim at together</span>, <span class="quote greek">τοῦ κατ’ ἀξίαν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:3:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:3.11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">M.Ant.</span> 3.11 </a> .</div> </div><br><br>'}