Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστοναχέω
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατάομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
View word page
συστοναχέω
συστονᾰχέω,
A). = συστενάζω , Q.S. 1.296 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συστοναχέω
Headword (normalized):
συστοναχέω
Headword (normalized/stripped):
συστοναχεω
IDX:
101472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101473
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συστονᾰχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συστενάζω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2046.tlg001.perseus-grc1:1:296" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2046.tlg001.perseus-grc1:1.296/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Q.S.</span> 1.296 </a>.</div> </div><br><br>'}