Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συστηματικός
σύστηνον
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστοναχέω
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατάομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
View word page
συστομόομαι
συστομ-όομαι, Pass.,
A). to be joined by a mouth, στόματι μεγάλῳ [τῇ Μαιώτιδι λίμνῃ] Str. 7.4.1 .


ShortDef

to be joined by a mouth

Debugging

Headword:
συστομόομαι
Headword (normalized):
συστομόομαι
Headword (normalized/stripped):
συστομοομαι
IDX:
101470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συστομ-όομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be joined by a mouth</span>, <span class="foreign greek">στόματι μεγάλῳ [τῇ Μαιώτιδι λίμνῃ</span>] <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:7:4:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:7:4:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 7.4.1 </a>.</div> </div><br><br>'}