Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
Φιλίππῳ
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
σύστηνον
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
View word page
σύστηνον
σύστηνον· ἐστενοχωρημένον, τρίχινος χιτών, ἢ ῥυπαρός, Antim. 96 (ap. Hsch.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύστηνον
Headword (normalized):
σύστηνον
Headword (normalized/stripped):
συστηνον
IDX:
101461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101462
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύστηνον·</span> <span class="foreign greek">ἐστενοχωρημένον, τρίχινος χιτών, ἢ ῥυπαρός</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0239.tlg002:96" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0239.tlg002:96/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Antim.</span> 96 </a> (ap.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>).</div><br><br>'}