συστηματικός
συστημ-ᾰτικός, ή, όν,
A). of or like an organized whole, systematic, , 2.1142f M. 7.41 , in Tht. 15.6 ; ς. μέτρα forming a complete system, Poëm. 3 , etc.; cf. σύστημα 7 .
2). constitutive, μονάς Anatol. ap. . 8
II). ς. ἀνωμαλία, of the pulse, opp. κατὰ μίαν πληγήν, , 8.502 9.279 ; of the breathing, . 7.800