Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
σύστεμα
συστενάζω
συστενάχομαι
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
Φιλίππῳ
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
σύστηνον
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
View word page
συστεφανηφορέω
συστεφᾰνηφορέω,
A). wear a crown with, Scol. 22 .


ShortDef

wear a crown with

Debugging

Headword:
συστεφανηφορέω
Headword (normalized):
συστεφανηφορέω
Headword (normalized/stripped):
συστεφανηφορεω
IDX:
101454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101455
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συστεφᾰνηφορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wear a crown with,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0296.tlg001:22" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0296.tlg001:22/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Scol.</span> 22 </a>.</div> </div><br><br>'}