Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συστατός
συσταυρόομαι
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
σύστεμα
συστενάζω
συστενάχομαι
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
Φιλίππῳ
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
σύστηνον
View word page
συστενοχωρέω
συστενοχωρέω,
A). drive into a narrow place, trammel, Plu. 2.601d .


ShortDef

drive into a narrow place, trammel

Debugging

Headword:
συστενοχωρέω
Headword (normalized):
συστενοχωρέω
Headword (normalized/stripped):
συστενοχωρεω
IDX:
101451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101452
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συστενοχωρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">drive into a narrow place, trammel</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.601d </span>.</div> </div><br><br>'}