Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συστατικός
συστατός
συσταυρόομαι
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
σύστεμα
συστενάζω
συστενάχομαι
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
Φιλίππῳ
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
View word page
συστενάχομαι
συστενάχομαι [ᾰ], = foreg., Nonn. D. 40.158 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συστενάχομαι
Headword (normalized):
συστενάχομαι
Headword (normalized/stripped):
συστεναχομαι
IDX:
101450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101451
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συστενάχομαι</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:40:158" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:40.158/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nonn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">D.</span> 40.158 </a>.</div><br><br>'}