Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόομαι
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
σύστεμα
συστενάζω
συστενάχομαι
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
View word page
σύστειπτος
σύστειπτος, ον,
A). pressed together, prob. in Hsch. (συνστεἱητον cod.).


ShortDef

pressed together

Debugging

Headword:
σύστειπτος
Headword (normalized):
σύστειπτος
Headword (normalized/stripped):
συστειπτος
IDX:
101445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101446
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύστειπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pressed together</span>, prob. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">συνστεἱητον</span> cod.).</div> </div><br><br>'}