Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συσταθμία
συσταθμίζω
συστάθμισις
σύσταθμος
συσταλάσσω
συσταλτέον
συσταλτικός
σύσταμα
συσταμνίζω
συστάς
συστασία
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόομαι
συστεγάζω
View word page
συστασία
συστᾰς-ία, ,
A). = σύστασις , opp. ἀφάνισις, Plot. 6.7.20 (s.v.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συστασία
Headword (normalized):
συστασία
Headword (normalized/stripped):
συστασια
IDX:
101433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101434
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συστᾰς-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σύστασις</span> , opp. <span class="foreign greek">ἀφάνισις</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2000.tlg001:6:7:20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2000.tlg001:6:7:20/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plot.</span> 6.7.20 </a> (s.v.l.).</div> </div><br><br>'}