Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συσταδόν
συσταθεύω
συσταθμία
συσταθμίζω
συστάθμισις
σύσταθμος
συσταλάσσω
συσταλτέον
συσταλτικός
σύσταμα
συσταμνίζω
συστάς
συστασία
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
View word page
συσταμνίζω
συσταμνίζω
,
A).
put into the same vessel with
,
Nic.
Fr.
70.13
.
ShortDef
put into the same vessel with
Debugging
Headword:
συσταμνίζω
Headword (normalized):
συσταμνίζω
Headword (normalized/stripped):
συσταμνιζω
IDX:
101431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101432
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσταμνίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">put into the same vessel with</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 70.13 </span>.</div> </div><br><br>'}