Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συστάδην
συσταδόν
συσταθεύω
συσταθμία
συσταθμίζω
συστάθμισις
σύσταθμος
συσταλάσσω
συσταλτέον
συσταλτικός
σύσταμα
συσταμνίζω
συστάς
συστασία
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
View word page
σύσταμα
σύστᾱμα, τό, Dor. for σύστημα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύσταμα
Headword (normalized):
σύσταμα
Headword (normalized/stripped):
συσταμα
IDX:
101430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101431
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύστᾱμα</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dor. for <span class="foreign greek">σύστημα</span>.</div><br><br>'}