Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συσσιτικός
συσσίτιον
συσσιτοποιέω
σύσσιτος
συσσιωπάω
συσσοίη
συσσυκοφαντέω
συσσύρω
συσσῴζω
συσσωματοποιέω
συσσώματος
σύσσωμος
συσσωρεύω
συσσωφρονέω
συστάδην
συσταδόν
συσταθεύω
συσταθμία
συσταθμίζω
συστάθμισις
σύσταθμος
View word page
συσσώματος
συσσώμ-ᾰτος
,
ὁ
,
A).
fellow-slave,
Supp.Epigr.
6.721
(Pamphylia,
συνς-
).
ShortDef
fellow-slave
Debugging
Headword:
συσσώματος
Headword (normalized):
συσσώματος
Headword (normalized/stripped):
συσσωματος
IDX:
101416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101417
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσσώμ-ᾰτος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow-slave,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Supp.Epigr.</span> 6.721 </span> (Pamphylia, <span class="foreign greek">συνς-</span>).</div> </div><br><br>'}