Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύσσηψις
συσσιναπιστέον
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσιτία
συσσιτικός
συσσίτιον
συσσιτοποιέω
σύσσιτος
συσσιωπάω
συσσοίη
συσσυκοφαντέω
συσσύρω
συσσῴζω
συσσωματοποιέω
συσσώματος
σύσσωμος
συσσωρεύω
συσσωφρονέω
συστάδην
συσταδόν
View word page
συσσοίη
συσσοίη· ἡ ἀνεμπόδιστος φορά, Hsch. συσσοῦμαι, pres. inf. συνσοῦσθαι· ἐπὶ τὸ αὐτὸ συμφέρεσθαι, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συσσοίη
Headword (normalized):
συσσοίη
Headword (normalized/stripped):
συσσοιη
IDX:
101411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101412
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσσοίη·</span> <span class="foreign greek">ἡ ἀνεμπόδιστος φορά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">συσσοῦμαι</span>, pres. inf. <span class="foreign greek">συνσοῦσθαι· ἐπὶ τὸ αὐτὸ συμφέρεσθαι</span>, Id.</div><br><br>'}