Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συσσημειόομαι
σύσσημον
συσσήπω
σύσσηψις
συσσιναπιστέον
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσιτία
συσσιτικός
συσσίτιον
συσσιτοποιέω
σύσσιτος
συσσιωπάω
συσσοίη
συσσυκοφαντέω
συσσύρω
συσσῴζω
συσσωματοποιέω
συσσώματος
σύσσωμος
συσσωρεύω
View word page
συσσιτοποιέω
συσσῑτ-οποιέω
,
A).
knead up with
,
ἄρτῳ
Dsc.
4.148
( Pass.).
ShortDef
knead up with
Debugging
Headword:
συσσιτοποιέω
Headword (normalized):
συσσιτοποιέω
Headword (normalized/stripped):
συσσιτοποιεω
IDX:
101408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101409
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσσῑτ-οποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">knead up with</span>, <span class="quote greek">ἄρτῳ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.148 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}