Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
συσσάρκωσις
συσσαρκωτικός
συσσάττω
συσσεισμός
συσσείω
συσσεύω
συσσημαίνω
συσσημαντικός
συσσημειόομαι
σύσσημον
συσσήπω
σύσσηψις
συσσιναπιστέον
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσιτία
συσσιτικός
συσσίτιον
συσσιτοποιέω
View word page
συσσημειόομαι
συσσημ-ειόομαι, Med.,
A). sign also, of an official, PTeb. 383.61 (i A.D.).


ShortDef

sign also

Debugging

Headword:
συσσημειόομαι
Headword (normalized):
συσσημειόομαι
Headword (normalized/stripped):
συσσημειοομαι
IDX:
101398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101399
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσσημ-ειόομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sign also</span>, of an official, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 383.61 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}