Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπονδος
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
συσσάρκωσις
συσσαρκωτικός
συσσάττω
συσσεισμός
συσσείω
συσσεύω
συσσημαίνω
συσσημαντικός
συσσημειόομαι
σύσσημον
συσσήπω
σύσσηψις
View word page
συσσαρκωτικός
συσσαρκ-ωτικός, , όν,
A). depending on συσσάρκωσις, ἀποθεραπείας τρόπος οὐκ ἔναιμος ἀλλὰ ς. Antyll. ap. Orib. 45.15.9 .


ShortDef

depending on

Debugging

Headword:
συσσαρκωτικός
Headword (normalized):
συσσαρκωτικός
Headword (normalized/stripped):
συσσαρκωτικος
IDX:
101391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101392
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσσαρκ-ωτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">depending on</span> <span class="foreign greek">συσσάρκωσις, ἀποθεραπείας τρόπος οὐκ ἔναιμος ἀλλὰ ς</span>. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Antyll.</span> </span> ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:45:15:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:45:15:9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> 45.15.9 </a>.</div> </div><br><br>'}